- πολύχαλκον
- πολύχαλκοςabounding in coppermasc/fem acc sgπολύχαλκοςabounding in copperneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολύχαλκον — Πολύχαλκος abounding in copper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… … Dictionary of Greek